περίδεση

περίδεση
[-ις (-εως)] η перевязывание; повязывание вокруг; опоясывание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "περίδεση" в других словарях:

  • περίδεση — η / περίδεσις, έσεως, ΝΑ [περιδέω] το δέσιμο ολόγυρα …   Dictionary of Greek

  • περίδεση — η το δέσιμο γύρω γύρω, περιτύλιξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απολίνωση — Το δέσιμο αιμοφόρου αγγείου με σκοπό τη διακοπή της ροής του αίματος. Η α. γίνεται σε περιπτώσεις αιμορραγίας, για τη θεραπεία ανευρυσμάτων και για την αναίμακτη διαίρεση τμημάτων των ιστών. Το νήμα που χρησιμοποιείται συνήθως για την περίδεση… …   Dictionary of Greek

  • ανάδεση — η (Α ἀνάδεσις) [ἀναδέω] 1. δέσιμο προς τα επάνω 2. (για τα μαλλιά) το μάζεμα και δέσιμο προς τα επάνω (αχ.) πρόσδεση, περίδεση …   Dictionary of Greek

  • δίερση — η (Α δίερσις) [διείρω] νεοελλ. ναυτ. κάθε περιστροφή σχοινιού γύρω από ένα αντικείμενο κατά την περίδεση του αρχ. πέρασμα ανάμεσα …   Dictionary of Greek

  • καιρία — καιρία, ἡ (Α) [καίρος] σχοινί ή ταινία, κορδέλα που χρησιμεύει για περίδεση …   Dictionary of Greek

  • ναρθήκισμα — το (Α ναρθήκισμα) [ναρθηκίζω] περίδεση σπασμένου μέλους τού σώματος με ράβδους ή σχίζες τού φυτού νάρθηκας για να επιτυγχάνεται ακινησία, κν. καλάμωμα, κλάπωμα, φάσκιωμα αρχ. τεμάχιο ή σχίζα τού φυτού νάρθηξ …   Dictionary of Greek

  • περιμότωσις — ώσεως, ἡ, Α [περιμοτώ] η περίδεση πληγής με ξαντό …   Dictionary of Greek

  • πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …   Dictionary of Greek

  • ράμμα — το / ῥάμμα, ΝΜΑ νήμα, κλωστή για ράψιμο (α. «συνθετικά ράμματα» β. «βιβλίον... φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον», Διόδ.) νεοελλ. 1. ιατρ. νηματοειδές υλικό, χρησιμοποιούμενο στη χειρουργική για τη συγκράτηση σε επαφή δύο ιστικών επιφανειών, ώσπου να …   Dictionary of Greek

  • φάσκιωμα — το, ατος 1. η περιτύλιξη βρέφους με φασκιά, η σπαργάνωση, το σπαργάνωμα: Χαλαρό φάσκιωμα. 2. η περίδεση σπασμένου μέλους του σώματος με νάρθηκα, ο ναρθηκισμός, το καλάμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»